εγελιανός

εγελιανός
ο
αυτός που παραδέχεται και ακολουθεί τις φιλοσοφικές θεωρίες του Έγελου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγελιανός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Έγελο. 2. το αρσ. ως ουσ., εγελιανός, ο ο οπαδός της φιλοσοφίας του Έγελου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”